- πελυκοσαύρια
- τα(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ερπετών, με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά τών κοτυλοσαύρων, και πρόγονοι τών θηλαστικόμορφων θηριαψιδωτών, οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από το κατώτερο πενσυλθάνιο ώς το μέσο πέρμιο, κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και υποδιαιρούνται σε τρεις ομάδες, τα πρωτόγονα οφιοκοδόντια, τα σφηνακοδόντια, με οδόντωση σαρκοφάγων ζώων, και τα εδαφοσαύρια, που πιθανώς ήταν φυτοφάγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pelycosauria (< πέλυξ (II) + σαύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.